- ὑποχειρίους
- ὑποχείριοςunder the handmasc acc plὑποχείριοςunder the handmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… … Dictionary of Greek
повиньникъ — ПОВИНЬНИК|Ъ (9), А с. 1.Тот, кто подвластен, подчинен комул.: Бѹди св‹оимъ› повиньникомъ страшьнъ сана ради. а любьзнъ поданиемь милостынѧ. (τοῖς ὑπηκόοις) Изб 1076, 26; к судь˫амъ… буди своимъ повиньникомъ. дѡбръ. и тихъ в нарѧдѣ. МПр XIV2, 19… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια … Dictionary of Greek